κομποδένω — (Μ κομποδένω) νεοελλ. 1. δένω κάτι κόμπο, κάνω κόμπο, δένω κάτι σε κόμπο 2. δένω το στημόνι στο αντί τού αργαλειού 3. πιστεύω κάτι ως αληθινό, ως βέβαιο, ως δεδομένο μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κομποδεμένος, η, ο αυτός που είναι γεμάτος ρόζους … Dictionary of Greek
ακομπόδετος — η, ο [κομποδένω] 1. αυτός που δεν δέθηκε με κόμπο 2. (για χρήματα) αυτός που δεν φυλάχθηκε σε κομπόδεμα … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
κομπόδεμα — το (Μ κομπόδεμα) [κομποδένω] 1. κόμπος στην άκρη μαντηλιού 2. τα χρήματα που φυλάγονται στο κομποδεμένο μαντήλι νεοελλ. 1. χρήματα που αποταμιεύονται κρυφά από τους άλλους 2. φρ. α) «έχει γερό κομπόδεμα» είναι πλούσιος β) «λύνω το κομπόδεμα»… … Dictionary of Greek
κομπόδεση — η [κομποδένω] η πρόσδεση τού στημονιού στο αντί τού αργαλειού … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κομπόδεση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κομποδένω, η πρόσδεση του στημονιού στο αντί του αργαλειού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)